- ἠγωνίζοντο
- боролись [бы]
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἠγωνίζοντο — ἀγωνίζομαι contend for a prize imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
ВОЙНА — [борьба, брань, вражда; греч. πόλεμος, μάχη, πάλη], 1) в религ. плане противостояние диавола, демонов Богу и Его ангелам, имеющее эсхатологический характер (см. Эсхатология) и отражающееся в человеческой истории; борьба человека со своими… … Православная энциклопедия